παρεγκλίνοντες

παρεγκλίνοντες
παρεγκλί̱νοντες , παρεγκλίνω
cause to incline sideways
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεγκλίνω — Α [εγκλίνώ] 1. δίνω πλάγια κλίση σε κάτι, τό κάνω να κλίνει προς τα πλάγια 2. τοποθετώ δίπλα ή κοντά σε κάτι 3. κλίνω, γέρνω προς τα πλάγια 4. παρεκκλίνω, αλλάζω πορεία 5. μτφ. παρεκτρέπομαι, περιφέρομαι άσκοπα 6. διαφοροποιώ ελαφρά, αλλάζω κάπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”